-
1 πόῤῥωθεν
πόῤῥωθεν, von fern her, von weitem her; ἰδεῖν, Soph. Trach. 999; Ggstz ἐγγύϑεν, Plat. Prot. 356 c; εἴργειν, Phaedr. 239 b; γράμματα σμικρὰ πόῤῥωϑεν ἀναγνῶναι, Rep. II, 368 d; προδιηγεῖσϑαι, Dem. 59, 93; πόῤῥωϑεν πρὸς δόμων τὸ μέλλον, Plut. Them. 3. – Compar. ποῤῥωτέρωϑεν, mehr von weitem her, Isocr. 4, 23.
-
2 προς-δοκάω
προς-δοκάω, ion. - δοκέω ( simpl. δοκεύω), erwarten, vermuthen, fürchten und hoffen; τοιοῠδε μόχϑου τέρμα μή τι προςδόκα, Aesch. Prom. 1028; gew. mit dem inf. fut., εἰ προςδοκᾷς ἐμοῠ τι πευσεῖσϑαι πάρα Prom. 990, καὶ προςδοκᾶν χρὴ δεσπόσειν Ζηνός τινα, 932; auch προςδόκα μολεῖν, Ag. 661; καὶ τί προςδοκῶ νέον, Soph. Phil. 773; μῶν τὴν ϑανοῠσαν ὠφελεῖν τι προςδοκᾷς, Eur. Alc. 1094, öfter; Her. 7, 156; ἆρ' οὐ προςδοκῶμεν εἶναί τινα ἄλλην τἑχνην, Plat. Soph. 234 c; σωτῆρας, Theaet. 170 b; auch pass., τὸ προςδοκώμενον ὑπὸ τῶν πολλῶν, Legg. XII, 966 e; Isocr. 4, 106; Sp., wie Pol. u. Plut., τὸ μέλλον πόῤῥωϑεν Them. 3.